Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίοδος
διόδοτος
Διόθεν
διοίγω
δίοιδα
διοικέω
διοίκησις
διοικητής
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοινόομαι
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκωχή
διολισθάνω
διόλλῡμι
διόλου
View word page
διοικισμός
διοικισμόςοῦm dispersal, splitting upof a city, its inhabitantsPlu.

ShortDef

a dispersion

Debugging

Headword:
διοικισμός
Headword (normalized):
διοικισμός
Headword (normalized/stripped):
διοικισμος
IDX:
9522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9523
Key:
διοικισμός

Data

{'headword_display': '<b>διοικισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διοικισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>dispersal, splitting up<Expl>of a city, its inhabitants</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διοικισμός'}