Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῑνώδης
δῑνωτός
διξός
διό
διόβολος
διογενέτωρ
διογενής
διογκόομαι
διόγνητος
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
διόδοτος
Διόθεν
διοίγω
δίοιδα
διοικέω
διοίκησις
διοικητής
διοικίζω
διοίκισις
View word page
δι-οδοιπορέω
διοδοιπορέωcontr.vb make one's way throughshallow waterHdt.

ShortDef

make one’s way through

Debugging

Headword:
διοδοιπορέω
Headword (normalized):
διοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
διοδοιπορεω
IDX:
9511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9512
Key:
διοδοιπορέω

Data

{'headword_display': '<b>δι-οδοιπορέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δι<hyph/>οδοιπορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>make one's way through</Tr><Obj>shallow water<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διοδοιπορέω'}