Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῑ́νω
δῑνώδης
δῑνωτός
διξός
διό
διόβολος
διογενέτωρ
διογενής
διογκόομαι
διόγνητος
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
διόδοτος
Διόθεν
διοίγω
δίοιδα
διοικέω
διοίκησις
διοικητής
διοικίζω
View word page
δι-οδεύω
διοδεύωvbδιά travel througha region, citiesPlb. NT. Plu.travel aboutNT.

ShortDef

to travel through

Debugging

Headword:
διοδεύω
Headword (normalized):
διοδεύω
Headword (normalized/stripped):
διοδευω
IDX:
9510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9511
Key:
διοδεύω

Data

{'headword_display': '<b>δι-οδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>οδεύω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>διά</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>travel through</Tr><Obj>a region, cities<Au>Plb. NT. Plu.</Au></Obj><vS2><Tr>travel about</Tr><Au>NT.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διοδεύω'}