Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῑνήεις
δῖνος
δῑ́νω
δῑνώδης
δῑνωτός
διξός
διό
διόβολος
διογενέτωρ
διογενής
διογκόομαι
διόγνητος
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
διόδοτος
Διόθεν
διοίγω
δίοιδα
διοικέω
διοίκησις
View word page
δι-ογκόομαι
διογκόομαιpass.contr.vbδιά of a legbecome swollenPlu.of a lake, w. waterPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διογκόομαι
Headword (normalized):
διογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
διογκοομαι
IDX:
9508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9509
Key:
διογκόομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-ογκόομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ογκόομαι</HL><PS>pass.contr.vb</PS><Ety><Ref>διά</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a leg</Indic><Tr>become swollen</Tr><Au>Plu.</Au><vS2><Indic>of a lake, w. water</Indic><Au>Plu.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διογκόομαι'}