Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῑνέω
δῑ́νη
δῑνήεις
δῖνος
δῑ́νω
δῑνώδης
δῑνωτός
διξός
διό
διόβολος
διογενέτωρ
διογενής
διογκόομαι
διόγνητος
διοδεύω
διοδοιπορέω
δίοδος
διόδοτος
Διόθεν
διοίγω
δίοιδα
View word page
διο-γενέτωρ
διογενέτωροροςmasc.adj of caveswhere Zeus was bornE.

ShortDef

giving birth to Zeus
giving birth to Zeus

Debugging

Headword:
διογενέτωρ
Headword (normalized):
διογενέτωρ
Headword (normalized/stripped):
διογενετωρ
IDX:
9506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9507
Key:
διογενέτωρ

Data

{'headword_display': '<b>διο-γενέτωρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διο<hyph/>γενέτωρ</HL><Infl>ορος</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of caves</Indic><Tr>where Zeus was born</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διογενέτωρ'}