Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
δῑνεύω
δῑνέω
δῑ́νη
δῑνήεις
δῖνος
δῑ́νω
δῑνώδης
δῑνωτός
διξός
διό
διόβολος
διογενέτωρ
διογενής
διογκόομαι
διόγνητος
διοδεύω
διοδοιπορέω
View word page
δῑνώδης
δῑνώδηςεςadj neut.pl.sb.eddying or turbulent stretchesw.gen.of a riverPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δῑνώδης
Headword (normalized):
δῑνώδης
Headword (normalized/stripped):
δινωδης
IDX:
9501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9502
Key:
δῑνώδης

Data

{'headword_display': '<b>δῑνώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δῑνώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Def>eddying or turbulent stretches<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a river</Expl></Def><Au>Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δῑνώδης'}