Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
δῑνεύω
δῑνέω
δῑ́νη
δῑνήεις
δῖνος
δῑ́νω
δῑνώδης
δῑνωτός
διξός
View word page
δί-μορος
δί-μοροςονadjμόρος of sufferingscaused by two deathsA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίμορος
Headword (normalized):
δίμορος
Headword (normalized/stripped):
διμορος
IDX:
9493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9494
Key:
δίμορος

Data

{'headword_display': '<b>δί-μορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί-μορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sufferings</Indic><Tr>caused by two deaths</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίμορος'}