Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
δῑνεύω
δῑνέω
δῑ́νη
δῑνήεις
δῖνος
δῑ́νω
δῑνώδης
View word page
διμοιρῑ́της
διμοιρῑ́τηςουm soldier on double payMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διμοιρῑ́της
Headword (normalized):
διμοιρῑ́της
Headword (normalized/stripped):
διμοιριτης
IDX:
9491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9492
Key:
διμοιρῑ́της

Data

{'headword_display': '<b>διμοιρῑ́της</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διμοιρῑ́της</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>soldier on double pay</Tr><Au>Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διμοιρῑ́της'}