Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
δῑνεύω
δῑνέω
δῑ́νη
δῑνήεις
δῖνος
δῑ́νω
View word page
διμοιρίᾱ
διμοιρίᾱᾱςfδίμοιρον double portionof foodX. Thphr.double payX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διμοιρίᾱ
Headword (normalized):
διμοιρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
διμοιρια
IDX:
9490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9491
Key:
διμοιρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>διμοιρίᾱ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διμοιρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δίμοιρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>double portion<Expl>of food</Expl></Tr><Au>X. Thphr.</Au><aS2><Tr>double pay</Tr><Au>X.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'διμοιρίᾱ'}