Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
δῑνεύω
δῑνέω
δῑ́νη
δῑνήεις
View word page
δί-μιτρος
δίμιτροςονadjμίτρᾱ of a capdecorated with a double headbandPlu.

ShortDef

with double mitre

Debugging

Headword:
δίμιτρος
Headword (normalized):
δίμιτρος
Headword (normalized/stripped):
διμιτρος
IDX:
9488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9489
Key:
δίμιτρος

Data

{'headword_display': '<b>δί-μιτρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>μιτρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μίτρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cap</Indic><Tr>decorated with a double headband</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίμιτρος'}