Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
δῑνεύω
δῑνέω
View word page
δι-μερής
διμερήςέςadjμέρος of knowledge of historical eventsbipartiteas derived fr. written and eyewitness accountsPlb.

ShortDef

bipartite

Debugging

Headword:
διμερής
Headword (normalized):
διμερής
Headword (normalized/stripped):
διμερης
IDX:
9486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9487
Key:
διμερής

Data

{'headword_display': '<b>δι-μερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>μερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of knowledge of historical events</Indic><Tr>bipartite<Expl>as derived fr. written and eyewitness accounts</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διμερής'}