Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
δίμοιρον
δίμορος
δῑ́νᾱ
View word page
δί-λοφος
δίλοφοςονadjλόφος of Parnassostwin-peakedref. to the PhaidriadesS.

ShortDef

double-crested

Debugging

Headword:
δίλοφος
Headword (normalized):
δίλοφος
Headword (normalized/stripped):
διλοφος
IDX:
9484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9485
Key:
δίλοφος

Data

{'headword_display': '<b>δί-λοφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>λοφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόφος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Parnassos</Indic><Tr>twin-peaked<Expl>ref. to the Phaidriades</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίλοφος'}