Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
διμοιρῑ́της
View word page
διλογέω
διλογέωcontr.vbλόγος of a personspeak twicerepeat oneselfX.

ShortDef

to say again, repeat

Debugging

Headword:
διλογέω
Headword (normalized):
διλογέω
Headword (normalized/stripped):
διλογεω
IDX:
9481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9482
Key:
διλογέω

Data

{'headword_display': '<b>διλογέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>διλογέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a person</Indic><Def>speak twice</Def><Tr>repeat oneself</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διλογέω'}