Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
διμοιρίᾱ
View word page
δί-κωπος
δίκωποςονadjδίςκώπη of a boattwo-oaredE.

ShortDef

two-oared

Debugging

Headword:
δίκωπος
Headword (normalized):
δίκωπος
Headword (normalized/stripped):
δικωπος
IDX:
9480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9481
Key:
δίκωπος

Data

{'headword_display': '<b>δί-κωπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>κωπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>κώπη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a boat</Indic><Tr>two-oared</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίκωπος'}