Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
δίμιτρος
δίμνεως
View word page
δικωπέω
δικωπέωcontr.vbδίκωπος ply two oarsfig.row at the same timew. sexual connot.two womenAr.

ShortDef

ply a pair of sculls

Debugging

Headword:
δικωπέω
Headword (normalized):
δικωπέω
Headword (normalized/stripped):
δικωπεω
IDX:
9479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9480
Key:
δικωπέω

Data

{'headword_display': '<b>δικωπέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δικωπέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκωπος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>ply two oars</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>row at the same time<Expl>w. sexual connot.</Expl></Tr><Obj>two women<Au>Ar.</Au></Obj> </vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'δικωπέω'}