Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
διλοχίᾱ
διμερής
δίμηνος
View word page
δικτυωτός
δικτυωτόςή όνadjreltd. δίκτυον of doorslatticedPlb.

ShortDef

made in net-fashion

Debugging

Headword:
δικτυωτός
Headword (normalized):
δικτυωτός
Headword (normalized/stripped):
δικτυωτος
IDX:
9477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9478
Key:
δικτυωτός

Data

{'headword_display': '<b>δικτυωτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δικτυωτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd. <Ref>δίκτυον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of doors</Indic><Tr>latticed</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δικτυωτός'}