Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
διλογέω
διλογίᾱ
δίλογχος
δίλοφος
View word page
δικτυό-κλωστος
δικτυόκλωστοςονadjδίκτυονκλωστός of the meshof a woven netS.

ShortDef

woven in meshes

Debugging

Headword:
δικτυόκλωστος
Headword (normalized):
δικτυόκλωστος
Headword (normalized/stripped):
δικτυοκλωστος
IDX:
9474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9475
Key:
δικτυόκλωστος

Data

{'headword_display': '<b>δικτυό-κλωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δικτυό<hyph/>κλωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίκτυον</Ref><Ref>κλωστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the mesh</Indic><Tr>of a woven net</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δικτυόκλωστος'}