Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
δίκωπος
View word page
δίκρος
δίκροςadjsee underδίκρους

ShortDef

forked, split, double

Debugging

Headword:
δίκρος
Headword (normalized):
δίκρος
Headword (normalized/stripped):
δικρος
IDX:
9470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9471
Key:
δίκρος

Data

{'headword_display': '<b>δίκρος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>δίκρος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>δίκρους</Ref></XR> </XE>', 'key': 'δίκρος'}