Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
δικωπέω
View word page
δι-κρατής
δικρατήςέςadjκράτος of the sons of Atreusin dual commandS.of spearsgiving dual victoryi.e. to two spearmenS.

ShortDef

co-mate in power

Debugging

Headword:
δικρατής
Headword (normalized):
δικρατής
Headword (normalized/stripped):
δικρατης
IDX:
9469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9470
Key:
δικρατής

Data

{'headword_display': '<b>δι-κρατής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι<hyph/>κρατής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κράτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sons of Atreus</Indic><Tr>in dual command</Tr><Au>S.</Au></aS1><aS1><Indic>of spears</Indic><Tr>giving dual victory<Expl>i.e. to two spearmen</Expl></Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δικρατής'}