Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
δικῶ
View word page
δί-κρᾱνος
δίκρᾱνοςονadjκρᾱνίον1 fig., of mortalstwo-headedi.e. uncertainParm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίκρᾱνος
Headword (normalized):
δίκρᾱνος
Headword (normalized/stripped):
δικρανος
IDX:
9468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9469
Key:
δίκρᾱνος

Data

{'headword_display': '<b>δί-κρᾱνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>κρᾱνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρᾱνίον<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>fig., of mortals</Indic><Tr>two-headed<Expl>i.e. uncertain</Expl></Tr><Au>Parm.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίκρᾱνος'}