Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
δίκτυον
δίκτυς
δικτυωτός
View word page
δί-κραιρος
δίκραιροςονadjreltd.κέρας of a sea-monster's taildouble-pointedforkedAR.

ShortDef

two-horned

Debugging

Headword:
δίκραιρος
Headword (normalized):
δίκραιρος
Headword (normalized/stripped):
δικραιρος
IDX:
9467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9468
Key:
δίκραιρος

Data

{'headword_display': '<b>δί-κραιρος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>δί<hyph/>κραιρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety>reltd.<Ref>κέρας</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sea-monster's tail</Indic><Def>double-pointed</Def><Tr>forked</Tr><Au>AR.</Au></aS1></AE>", 'key': 'δίκραιρος'}