Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
δικτυόκλωστος
View word page
δικορραφέω
δικορραφέωcontr.vbδίκηῥάπτω fig.stitch together a lawsuitput a case togetherAr.

ShortDef

to get up a lawsuit

Debugging

Headword:
δικορραφέω
Headword (normalized):
δικορραφέω
Headword (normalized/stripped):
δικορραφεω
IDX:
9464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9465
Key:
δικορραφέω

Data

{'headword_display': '<b>δικορραφέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δικορραφέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref><Ref>ῥάπτω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Def>stitch together a lawsuit</Def><Tr>put a case together</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δικορραφέω'}