Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
Δίκτυννα
View word page
δικο-λόγος
δικολόγοςουmλέγω one who makes speeches in courtforensic oratorPlu.

ShortDef

a pleader, advocate

Debugging

Headword:
δικολόγος
Headword (normalized):
δικολόγος
Headword (normalized/stripped):
δικολογος
IDX:
9463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9464
Key:
δικολόγος

Data

{'headword_display': '<b>δικο-λόγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικο<hyph/>λόγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who makes speeches in court</Def><Tr>forensic orator</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικολόγος'}