Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
δικρατής
δίκρος
δίκροτος
δίκρους
View word page
δικολογίᾱ
δικολογίᾱᾱςf forensic oratoryArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικολογίᾱ
Headword (normalized):
δικολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δικολογια
IDX:
9462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9463
Key:
δικολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δικολογίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>forensic oratory</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικολογίᾱ'}