Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
δίκρᾱνος
View word page
δικίδιον
δικίδιονουndimin. δίκη petty lawsuitAr.

ShortDef

a little trial

Debugging

Headword:
δικίδιον
Headword (normalized):
δικίδιον
Headword (normalized/stripped):
δικιδιον
IDX:
9458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9459
Key:
δικίδιον

Data

{'headword_display': '<b>δικίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin. <Ref>δίκη</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>petty lawsuit</Tr><Au>Ar.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'δικίδιον'}