Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
δικόρυφος
δικότυλος
δίκραιρος
View word page
δικη-φόρος
δικηφόροςονadjφέρω of Zeus, a daybringing justiceretributionA.masc.sb.avengeropp. δικαστής judgeA.

ShortDef

bringing justice, avenging

Debugging

Headword:
δικηφόρος
Headword (normalized):
δικηφόρος
Headword (normalized/stripped):
δικηφορος
IDX:
9457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9458
Key:
δικηφόρος

Data

{'headword_display': '<b>δικη-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δικη<hyph/>φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Zeus, a day</Indic><Tr>bringing justice<or/>retribution</Tr><Au>A.</Au><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Def>avenger<Expl>opp. <Ref>δικαστής</Ref> <ital>judge</ital></Expl></Def><Au>A.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δικηφόρος'}