Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
δικολογίᾱ
δικολόγος
δικορραφέω
View word page
δίκελλα
δίκελλαηςfprob.δίς; cf. μάκελλα two-pronged implementfor breaking up groundmattockTrag. Ar. Aeschin. Men.

ShortDef

a mattock, a two-pronged hoe

Debugging

Headword:
δίκελλα
Headword (normalized):
δίκελλα
Headword (normalized/stripped):
δικελλα
IDX:
9454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9455
Key:
δίκελλα

Data

{'headword_display': '<b>δίκελλα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δίκελλα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety>prob.<Ref>δίς</Ref>; cf. <Ref>μάκελλα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>two-pronged implement<Expl>for breaking up ground</Expl></Def><Tr>mattock</Tr><Au>Trag. Ar. Aeschin. Men.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δίκελλα'}