Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
δικογραφίᾱ
δικολογέω
View word page
δικαστής
δικαστήςοῦmδικάζω one who gives legal judgementsjudgeA.jurorA. one who brings justiceavengerw.gen.of bloodshedE.

ShortDef

a judge

Debugging

Headword:
δικαστής
Headword (normalized):
δικαστής
Headword (normalized/stripped):
δικαστης
IDX:
9451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9452
Key:
δικαστής

Data

{'headword_display': '<b>δικαστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικαστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>δικάζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who gives legal judgements</Def><Tr>judge</Tr><Au>A.<NBPlus/></Au><nS2><Tr>juror</Tr><Au>A.<NBPlus/></Au></nS2></nS1> <nS1><Def>one who brings justice</Def><Tr>avenger<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of bloodshed</Expl></Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικαστής'}