Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
δικλίς
View word page
δικαστηρῑ́διον
δικαστηρῑ́διονουndimin.δικαστήριον miniature courtroomAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαστηρῑ́διον
Headword (normalized):
δικαστηρῑ́διον
Headword (normalized/stripped):
δικαστηριδιον
IDX:
9449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9450
Key:
δικαστηρῑ́διον

Data

{'headword_display': '<b>δικαστηρῑ́διον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικαστηρῑ́διον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>δικαστήριον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>miniature courtroom</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικαστηρῑ́διον'}