Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
δικίδιον
View word page
δικασ-πόλος
δικασ-πόλοςονadjδίκηπέλω of a persongiving judgements, administering justiceHom.of a sceptredenoting legal authorityAR.masc.sb.ref. to Zeusgiver of judgementsCall.

ShortDef

one who administers law, a judge

Debugging

Headword:
δικασπόλος
Headword (normalized):
δικασπόλος
Headword (normalized/stripped):
δικασπολος
IDX:
9448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9449
Key:
δικασπόλος

Data

{'headword_display': '<b>δικασ-πόλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δικασ-πόλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίκη</Ref><Ref>πέλω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>giving judgements, administering justice</Tr><Au>Hom.</Au><aS2><Indic>of a sceptre</Indic><Tr>denoting legal authority</Tr><Au>AR.</Au></aS2><SGrm><GLbl>masc.sb.</GLbl><Indic>ref. to Zeus</Indic><Def>giver of judgements</Def><Au>Call.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δικασπόλος'}