Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικεῖν
δίκελλα
δίκερως
δίκη
δικηφόρος
View word page
δικάσιμος
δικάσιμοςονadjδικάζω of monthswhen the lawcourts are in sessionPl.

ShortDef

judicial

Debugging

Headword:
δικάσιμος
Headword (normalized):
δικάσιμος
Headword (normalized/stripped):
δικασιμος
IDX:
9447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9448
Key:
δικάσιμος

Data

{'headword_display': '<b>δικάσιμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δικάσιμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δικάζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of months</Indic><Tr>when the lawcourts are in session</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δικάσιμος'}