Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
δικαστήριον
View word page
δικαιότης
δικαιότηςητοςf righteousness, fairnessas a personal qualityPl. X.

ShortDef

justice, righteousness (= δικαιοσύνη)

Debugging

Headword:
δικαιότης
Headword (normalized):
δικαιότης
Headword (normalized/stripped):
δικαιοτης
IDX:
9440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9441
Key:
δικαιότης

Data

{'headword_display': '<b>δικαιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικαιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>righteousness, fairness<Expl>as a personal quality</Expl></Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικαιότης'}