Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
δικασπόλος
δικαστηρῑ́διον
View word page
δικαιοσύνη
δικαιοσύνηηςf righteousness, justiceThgn. Hdt. Th. Att.orats. Pl.

ShortDef

righteousness, justice

Debugging

Headword:
δικαιοσύνη
Headword (normalized):
δικαιοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δικαιοσυνη
IDX:
9439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9440
Key:
δικαιοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δικαιοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικαιοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>righteousness, justice</Tr><Au>Thgn. Hdt. Th. Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'δικαιοσύνη'}