Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικᾱνικός
δικάσιμος
View word page
δικαιοπρᾱγίᾱ
δικαιοπρᾱγίᾱᾱςf just behaviourArist.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαιοπρᾱγίᾱ
Headword (normalized):
δικαιοπρᾱγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγια
IDX:
9437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9438
Key:
δικαιοπρᾱγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δικαιοπρᾱγίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικαιοπρᾱγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>just behaviour</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικαιοπρᾱγίᾱ'}