Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
View word page
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱγέωcontr.vbπρᾱ́σσω act justlyArist. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαιοπρᾱγέω
Headword (normalized):
δικαιοπρᾱγέω
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγεω
IDX:
9435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9436
Key:
δικαιοπρᾱγέω

Data

{'headword_display': '<b>δικαιοπρᾱγέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δικαιοπρᾱγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πρᾱ́σσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>act justly</Tr><Au>Arist. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δικαιοπρᾱγέω'}