Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
View word page
δικαιόπολις
δικαιόπολιςιgen.ιοςdial.adjπόλις of an islandwhose cities uphold justicePi.

ShortDef

Dicaeopolis
strict in public faith

Debugging

Headword:
δικαιόπολις
Headword (normalized):
δικαιόπολις
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπολις
IDX:
9434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9435
Key:
δικαιόπολις

Data

{'headword_display': '<b>δικαιόπολις</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δικαιόπολις</HL><Infl>ι</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ιος</FmInfl></VInfl><PS>dial.adj</PS><Ety><Ref>πόλις</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an island</Indic><Tr>whose cities uphold justice</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δικαιόπολις'}