Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
δικαίωσις
View word page
δικαιολογίᾱ
δικαιολογίᾱᾱςf argument made in justification of one's actions or policyplea, justificationPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαιολογίᾱ
Headword (normalized):
δικαιολογίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογια
IDX:
9433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9434
Key:
δικαιολογίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δικαιολογίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>δικαιολογίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>argument made in justification of one's actions or policy</Def><Tr>plea, justification</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>", 'key': 'δικαιολογίᾱ'}