Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διιστέον
διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
δικαίωμα
View word page
δικαιολογέομαι
δικαιολογέομαιmid.contr.vbλόγοςaor.pass.inf.w.mid.sens.
δικαιολογηθῆναι
leg.plead one's caseAeschin. Hyp. Plb.

ShortDef

to plead one's cause before the judge

Debugging

Headword:
δικαιολογέομαι
Headword (normalized):
δικαιολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογεομαι
IDX:
9432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9433
Key:
δικαιολογέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δικαιολογέομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δικαιολογέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.pass.inf.<Expl>w.mid.sens.</Expl></Lbl><Form>δικαιολογηθῆναι</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>leg.</Indic><Tr>plead one's case</Tr><Au>Aeschin. Hyp. Plb.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'δικαιολογέομαι'}