Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
δικαιοσύνη
δικαιότης
δικαιόω
View word page
δικαιοδοσίᾱ
δικαιοδοσίᾱᾱςfδίκαιος, δίδωμι administration of justice, jurisdictionlegal proceedingsPlb. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαιοδοσίᾱ
Headword (normalized):
δικαιοδοσίᾱ
Headword (normalized/stripped):
δικαιοδοσια
IDX:
9431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9432
Key:
δικαιοδοσίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>δικαιοδοσίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δικαιοδοσίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δίκαιος</Ref>, <Ref>δίδωμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>administration of justice, jurisdiction<or/>legal proceedings</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δικαιοδοσίᾱ'}