Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διίημι
διικνέομαι
διῑπετής
διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
δικαιοπρᾱγέω
δικαιοπρᾱ́γημα
δικαιοπρᾱγίᾱ
δίκαιος
View word page
δι-ιχνεύω
διιχνεύωvb of soldierssearch aroundw.prep.phr.on foraging expeditionsPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διιχνεύω
Headword (normalized):
διιχνεύω
Headword (normalized/stripped):
διιχνευω
IDX:
9428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9429
Key:
διιχνεύω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ιχνεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ιχνεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of soldiers</Indic><Tr>search around</Tr><Cmpl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>on foraging expeditions<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διιχνεύω'}