Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίθυρος
Διί
διιέναι
διιέναι
διίημι
διικνέομαι
διῑπετής
διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
δικαιολογίᾱ
δικαιόπολις
View word page
δι-ισχάνω
διισχάνωvb of stars, moonbeamspenetratethe nightAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διισχάνω
Headword (normalized):
διισχάνω
Headword (normalized/stripped):
διισχανω
IDX:
9424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9425
Key:
διισχάνω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ισχάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ισχάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of stars, moonbeams</Indic><Tr>penetrate</Tr><Obj>the night<Au>AR.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διισχάνω'}