Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
δῑθύραμβος
δῑθυραμβώδης
δίθυρος
Διί
διιέναι
διιέναι
διίημι
διικνέομαι
διῑπετής
διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
δικαιολογέομαι
View word page
διιστέον
διιστέον
neut.impers.vbl.adj.
see
δίοιδα
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διιστέον
Headword (normalized):
διιστέον
Headword (normalized/stripped):
διιστεον
IDX:
9422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9423
Key:
διιστέον
Data
{'headword_display': '<b>διιστέον</b>', 'content': '<XE><RefFm>διιστέον<LblR>neut.impers.vbl.adj.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>δίοιδα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διιστέον'}