Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δῑθυραμβοποιός
δῑθύραμβος
δῑθυραμβώδης
δίθυρος
Διί
διιέναι
διιέναι
διίημι
διικνέομαι
διῑπετής
διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
διισχάνω
διισχῡρίζομαι
διιτέον
διῑ́φιλος
διιχνεύω
δίκᾱ
δικάζω
δικαιοδοσίᾱ
View word page
δι-ισθμίζω
διισθμίζωvbδιάἰσθμός of a commanderconveyw.acc.shipsacross the IsthmosPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διισθμίζω
Headword (normalized):
διισθμίζω
Headword (normalized/stripped):
διισθμιζω
IDX:
9421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9422
Key:
διισθμίζω

Data

{'headword_display': '<b>δι-ισθμίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι<hyph/>ισθμίζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>διά</Ref><Ref>ἰσθμός</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a commander</Indic><Tr>convey<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>ships</Prnth>across the Isthmos</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διισθμίζω'}