Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
δῑθυραμβικά
δῑθυραμβοδιδάσκαλος
δῑθυραμβοποιητική
δῑθυραμβοποιός
δῑθύραμβος
δῑθυραμβώδης
δίθυρος
Διί
διιέναι
διιέναι
διίημι
διικνέομαι
διῑπετής
διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
διισχάνω
View word page
δί-θυρος
δίθυροςονadjδίςθύρᾱ of a templewith double doorsPlu. neut.pl.sb.app.double-doored structure or buildingPlb.

ShortDef

with two doors

Debugging

Headword:
δίθυρος
Headword (normalized):
δίθυρος
Headword (normalized/stripped):
διθυρος
IDX:
9414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9415
Key:
δίθυρος

Data

{'headword_display': '<b>δί-θυρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί<hyph/>θυρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δίς</Ref><Ref>θύρᾱ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a temple</Indic><Tr>with double doors</Tr><Au>Plu.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>neut.pl.sb.</GLbl><Qualif>app.</Qualif><Def>double-doored structure or building</Def><Au>Plb.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'δίθυρος'}