Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διήφυσα
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
δῑθυραμβικά
δῑθυραμβοδιδάσκαλος
δῑθυραμβοποιητική
δῑθυραμβοποιός
δῑθύραμβος
δῑθυραμβώδης
δίθυρος
Διί
διιέναι
διιέναι
διίημι
διικνέομαι
διῑπετής
διισθμίζω
διιστέον
διίστημι
View word page
δῑθυραμβώδης
δῑθυραμβώδηςεςadj of an invented cpd. nameredolent of the dithyrambi.e. outlandishPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δῑθυραμβώδης
Headword (normalized):
δῑθυραμβώδης
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβωδης
IDX:
9413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9414
Key:
δῑθυραμβώδης

Data

{'headword_display': '<b>δῑθυραμβώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δῑθυραμβώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of an invented cpd. name</Indic><Tr>redolent of the dithyramb<Expl>i.e. outlandish</Expl></Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δῑθυραμβώδης'}