Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διῇξα
διήρεσα
διήρης
διηρόμην
διήφυσα
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
δίθρονος
δῑθυραμβικά
δῑθυραμβοδιδάσκαλος
δῑθυραμβοποιητική
δῑθυραμβοποιός
δῑθύραμβος
δῑθυραμβώδης
δίθυρος
Διί
διιέναι
View word page
δί-θηκτος
δί-θηκτοςονadjθηκτός of a swordsharpened on both sidestwo-edgedA.

ShortDef

two-edged

Debugging

Headword:
δίθηκτος
Headword (normalized):
δίθηκτος
Headword (normalized/stripped):
διθηκτος
IDX:
9406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9407
Key:
δίθηκτος

Data

{'headword_display': '<b>δί-θηκτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δί-θηκτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>θηκτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sword</Indic><Def>sharpened on both sides</Def><Tr>two-edged</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δίθηκτος'}