Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διηθέω
διήθησις
διῆκα
διῆκον
διηκονέω
διηκόσιοι
διήκω
διήλυσις
διήμαρτον
διημερεύω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διῇξα
διήρεσα
διήρης
διηρόμην
διήφυσα
διηχέω
διθάλασσος
δίθηκτος
View word page
δι-ήμισυς
δι-ήμισυςεια υadj of a lawgiverdealing in half measureshalf-heartedPl.

ShortDef

dealing in half-measures (LSJ Supp)

Debugging

Headword:
διήμισυς
Headword (normalized):
διήμισυς
Headword (normalized/stripped):
διημισυς
IDX:
9396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9397
Key:
διήμισυς

Data

{'headword_display': '<b>δι-ήμισυς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι-ήμισυς</HL><Infl>εια υ</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a lawgiver</Indic><Def>dealing in half measures</Def><Tr>half-hearted</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διήμισυς'}