Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθησις
διῆκα
διῆκον
διηκονέω
διηκόσιοι
διήκω
διήλυσις
διήμαρτον
διημερεύω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διῇξα
διήρεσα
διήρης
διηρόμην
διήφυσα
View word page
δι-ήλυσις
διήλυσιςεωςf passagew.gen.into the sea, fr. a lakeAR.

ShortDef

passage through

Debugging

Headword:
διήλυσις
Headword (normalized):
διήλυσις
Headword (normalized/stripped):
διηλυσις
IDX:
9393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9394
Key:
διήλυσις

Data

{'headword_display': '<b>δι-ήλυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δι<hyph/>ήλυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>passage<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>into the sea, fr. a lake</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διήλυσις'}