Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθησις
διῆκα
διῆκον
διηκονέω
διηκόσιοι
διήκω
διήλυσις
διήμαρτον
διημερεύω
διήμισυς
διηνεκής
View word page
διήθησις
διήθησιςεωςf seepage, infiltrationof river-water, into the landPlu.

ShortDef

straining, percolation

Debugging

Headword:
διήθησις
Headword (normalized):
διήθησις
Headword (normalized/stripped):
διηθησις
IDX:
9387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9388
Key:
διήθησις

Data

{'headword_display': '<b>διήθησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διήθησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>seepage, infiltration<Expl>of river-water, into the land</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διήθησις'}