Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δίεφθος
διέφῡν
δίεχω
δίζημαι
δίζησις
δίζομαι
δίζυξ
δίζω
διηγέομαι
διήγημα
διηγηματικός
διήγησις
διηγητικός
διηέριος
διηθέω
διήθησις
διῆκα
διῆκον
διηκονέω
διηκόσιοι
διήκω
View word page
διηγηματικός
διηγηματικόςή όνadj of a literary techniquedescriptive, narrativeArist. of digressionsdevoted to storiesopp. hard factsPlb.

ShortDef

descriptive, narrative

Debugging

Headword:
διηγηματικός
Headword (normalized):
διηγηματικός
Headword (normalized/stripped):
διηγηματικος
IDX:
9382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-9383
Key:
διηγηματικός

Data

{'headword_display': '<b>διηγηματικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διηγηματικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a literary technique</Indic><Tr>descriptive, narrative</Tr><Au>Arist.</Au></aS1> <aS1><Indic>of digressions</Indic><Tr>devoted to stories<Expl>opp. hard facts</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διηγηματικός'}